- βρογχοσκόπηση
- η(ιατρ.), εξεταστική μέθοδος των βρόγχων: Πάντα γίνεται βρογχοσκόπηση σε περίπτωση όγκου στο αναπνευστικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρογχοσκόπηση — Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με… … Dictionary of Greek
τραχειοβρογχοσκόπηση — η, Ν ιατρ. βρογχοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tracheobronchoscopie (< τραχεία + βρογχοσκόπηση)] … Dictionary of Greek
βρογχοσκοπία — η η βρογχοσκόπηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρογχοσκόπιο — το (ιατρ.), όργανο με το οποίο ενεργείται η βρογχοσκόπηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)